- προθηθηλία
- η, Νζωολ. ανωμαλία τής ανάπτυξης τών εντόμων η οποία καταλήγει με την εκδήλωση χαρακτηριστικών ενός πιο προχωρημένου σταδίου από το αναμενόμενο, λ.χ. προνύμφης με χαρακτηριστικά νύμφης ή νύμφης με χαρακτηριστικά ώριμου ατόμου.
Dictionary of Greek. 2013.